- φιληλιαστής
- ὁ, Α1. αυτός που τού αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας2. (κατ' επέκτ.) φιλόδικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἡλιαστής «δικαστής τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιληλιαστής — one who delights in the trials of the Heliaea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)